Βιογραφικό
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο. Τέλειωσε το γυμνάσιο και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έζησε έγκλειστος στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μαουντχάουζεν στην Αυστρία. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε κυρίως με το θέατρο. Πρωτοεμφανίστηκε το 1950 με το έργο Χορός πάνω στα στάχυα, γνωστός όμως έγινε με τα επόμενα έργα του που παραστάθηκαν από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και με κορυφαία στιγμή την Αυλή των θαυμάτων (1957) τον καθιέρωσαν ως το γενάρχη του μεταπολεμικού ελληνικού θεάτρου. Ο Καμπανέλλης εισηγήθηκε του σύγχρονου κοινωνικού προβληματισμού στο νεοελληνικό θέατρο και παράλληλα αναζήτησε νέους τρόπους έκφρασης στο χώρο της δραματουργίας, κινούμενος σε ένα ευρύ υφολογικό φάσμα από το νεορρεαλισμό ως την αφαιρετική γραφή και το λεγόμενο θέατρο του παραλόγου. Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στους μεταγενέστερους έλληνες θεατρικούς συγγραφείς, ενώ σημαντική υπήρξε και η συμβολή του στο χώρο του ελληνικού κινηματογράφου, όπου έγραψε μεταξύ άλλων τα σενάρια για τις ταινίες Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη, Ο Δράκος και Το ποτάμι του Νίκου Κούνδουρου, Το αμαξάκι του Ντίνου Δημόπουλου, ενώ σε δικό του σενάριο σκηνοθέτησε και το Κανόνι και τ’ αηδόνι. Παράλληλα ασχολήθηκε και με την στιχουργική, σε συνεργασία με συνθέτες όπως ο Μάνος Χατζιδάκις (Παραμύθι χωρίς όνομα), ο Μίκης Θεωδοράκης (Μαουτχάουζεν), ο Νίκος Μαμαγκάκης (Ο κύκλος με την κιμωλία). Άλλα θεατρικά έργα του: Η έβδομη μέρα της δημιουργίας (1956), Η ηλικία της νύχτας (1958), Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού (1978). Έγραψε επίσης το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα Μάουτχάουζεν (1963), ενώ αυτοβιογραφικά στοιχεία περιέχει επίσης το τελευταίο έργο του για το θέατρο με τίτλο Μία συνάντηση κάπου αλλού, που σκηνοθέτησε το 1998 ο Μίμης Κουγιουμτζής στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Το Μάρτιο του 1999 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Ι.Καμπανέλλης, στο Σημείωμα για την παράσταση στο Θέατρο Τέχνης (1957-58), λέει τα εξής:
Αν με ρωτούσε κανείς τι θα ήθελα, σαν συγγραφέας, θα του απαντούσα “Να γράψω έργα με όσο το δυνατόν γνησιότερη την προέλευσή τους από τον τόπο μας”. Κι αν με ξαναρωτούσαν ποια είναι η φιλοδοξία μου στο θέατρο, θα ‘λεγα πως θα ήθελα, με μια σειρά από θεατρικά έργα, ν’ ανακαλύψω τον Έλληνα σαν σύγχρονο άνθρωπο. Θέλω να πω, ν’ ανακαλύψω τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων του τόπου μου και του καιρού μου, μέσα από την πρόσκαιρη έκφραση της σχέσης τους με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.
Σ’ αυτές τις αυλές που κάποια προπολεμική αφέλεια τις είχε πασπαλίσει με ειδυλλιακότητα και ρομαντισμό, η ζωή στην πραγματικότητα ήταν μια πολύ σκληρή ιστορία κι η αθλιότητα περίσσευε.
Σ’ αυτές τις γειτονιές και σ’ αυτές τις αυλές άργησε πολύ να φτάσει η καλύτερη ζωή που δημιουργούσε η ανασυγκρότηση ανοικοδόμηση. Το μερίδιο της φτωχολογιάς που κατοικούσε εδώ το μερίδιο της στο οικονομικό θαύμα που γινόταν ήταν ένα σκέτο μεροκάματο κι αυτό όχι καθημερινά σίγουρο. Εδώ βασίλευε η ανασφάλεια κι η καταφυγή στο μικροσυναισθηματισμό και στην ονειροπόληση. Οι άνθρωποι της αυλής, του έργου που θα δείτε, είχαν ξεμείνει ανυπεράσπιστοι ακόμη κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό τους, ξεχασμένοι μέσα σε συνήθειες και τρόπο ζωής που δεν τους βοηθούσε να δούνε Θεού πρόσωπο. Γι’ αυτό και η μεγαλύτερη αλλαγή έφτασε σ αυτούς σαν καημός για μετανάστευση και εκσκαφέας που ισοπέδωσε τις αυλές για να αξιοποιηθούν τα οικόπεδα. «Η αυλή των θαυμάτων», όταν γράφτηκε, ήταν το κύκνειο άσμα ενός κόσμου βαθιά δικού μας και βαθιά πικραμένου.

